- ὠρχεῖτο
- ὀρχέομαιdanceimperf ind mp 3rd sg (attic epic)ὀρχέωdanceimperf ind mp 3rd sg (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὠρχεῖτ' — ὠρχεῖτο , ὀρχέομαι dance imperf ind mp 3rd sg (attic epic) ὠρχεῖτο , ὀρχέω dance imperf ind mp 3rd sg (attic epic) ὠρχεῖτε , ὀρχέω dance imperf ind act 2nd pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περσικός — (I) ή, ό / περσικός, ή, όν, ΝΜΑ [Πέρσης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Περσία ή στους Πέρσες 2. (το θηλ. εν. ως ουσ.) η περσική η περσική γλώσσα νεοελλ. 1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα περσικά η περσική γλώσσα 2. φρ. «περσική γλώσσα» γλωσσ … Dictionary of Greek